- ἀποχρέμπτεται
- ἀπό-χρέμπτομαιclear one's throatpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ροχαλιάρης — ο, Ν [ροχάλα] αυτός που αποχρέμπτεται συχνά, που βγάζει ροχάλες … Dictionary of Greek
χρεμψιθέατρος — ον, Α αυτός που αποχρέμπτεται μέσα στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (βλ. λ. τέρπω) < χρέμπτομαι + θέατρος (< θέατρον), πρβλ. εγερσι θέατρος] … Dictionary of Greek